- πολύνευρος
- -η, -ο / πολύνευρος, -ον ΝΜΑαυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα»)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευροντο φυτό αρνόγλωσσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά-νευρος].
Dictionary of Greek. 2013.